- μειωτικός
- -ή, -ό (Α μειωτικός, -ή, -όν) [μειωτός]1. αυτός που επιφέρει μείωση2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικόςαρχ.1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή.επίρρ...μειωτικώς (Α μειωτικῶς)με μειωτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.