μειωτικός

μειωτικός
-ή, -ό (Α μειωτικός, -ή, -όν) [μειωτός]
1. αυτός που επιφέρει μείωση
2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός
αρχ.
1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή
2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή.
επίρρ...
μειωτικώς (Α μειωτικῶς)
με μειωτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μειωτικός — lowering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί μείωση, ελάττωση: Μειωτικός παράγοντας. 2. μτφ., ταπεινωτικός, προσβλητικός: Κανείς δεν υπομένει τόσο μειωτική συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μειωτικά — μειωτικός lowering neut nom/voc/acc pl μειωτικά̱ , μειωτικός lowering fem nom/voc/acc dual μειωτικά̱ , μειωτικός lowering fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειωτικῶν — μειωτικός lowering fem gen pl μειωτικός lowering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειωτικόν — μειωτικός lowering masc acc sg μειωτικός lowering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειωτικαῖς — μειωτικός lowering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειωτικῆς — μειωτικός lowering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειωτική — μειωτικός lowering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειωτικήν — μειωτικός lowering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειωτικῶς — μειωτικός lowering adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”